Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το ιδιωτικό εμπόριο

  • 1 частный

    частный ιδιωτικός; ατομικός, προσωπικός (индивидуальный)· \частныйая собственность η ατομική ιδιοκτησία; \частныйая торговля το ιδιωτικό εμπόριο
    * * *
    ιδιωτικός; ατομικός, προσωπικός ( индивидуальный)

    ча́стная со́бственность — η ατομική ιδιοκτησία

    ча́стная торго́вля — ιδιωτικό εμπόριο

    Русско-греческий словарь > частный

  • 2 торговля

    торговл||я
    ж τό ἐμπόριο[ν]:
    государственная (частная) \торговля τό κρατικό (τό ἰδιωτικό) ἐμπόριο· внешняя \торговля τό ἐξωτερικό ἐμπόριο· розничная \торговля τό λιανικό ἐμπόριό заниматься \торговляей ἀσχολοῦμαι μέ τό ἐμπόριο, ἐμπορεύομαι.

    Русско-новогреческий словарь > торговля

  • 3 частный

    ча́стн||ый
    1. прил ἰδιωτικός, προσωπικός, ἀτομικός:
    \частныйая жизнь ἡ ἰδιωτική ζωή, ὁ ἰδιωτικός βίος· \частныйое лицо́ ὁ ἰδιώτης· \частныйая переписка ἡ προσωπική ἀλλη-λογραφία· \частныйое дело ἡ ἰδιωτική (или ἀτομική) ὑπόθεση· \частныйые уроки τά ἰδιαίτερα μαθήματα· \частный капитал τό ἰδιωτικό κεφάλαιο· \частныйая собственность ἡ ἀτομική ἰδιοχτησία· \частныйая торговля τό ἰδιωτικό ἐμπόριο·
    2. прил (отдельный, особый) ἰδιαίτερος, είδικός, μερικός:
    \частный слу́чай ἡ μεμονωμένη περίπτωσή
    3. \частныйое с τό με-ρικό[ν]:
    переход от \частныйого к общему ἡ ἐπαγωγή ἀπό τό μερικό εἰς τό γενικό.

    Русско-новогреческий словарь > частный

  • 4 частный

    επ.
    1. ατομικός, ιδιωτικός, προσωπικός•

    -ая переписка ιδιωτική αλληλογραφία•

    я к вам по -у делу έρχομαι σε σας για ατομική υπόθεση•

    -ая инициатива ατομική πρωτοβουλία•

    -ая жизнь ιδιωτική ζωή•

    -ые уроки ιδιωτικά μαθήματα•

    -ая собственность ατομική ιδιοκτησία•

    -ая торговля ιδιωτικό εμπόριο•

    частный капитал ιδιωτικό κεφάλαιο.

    2. ξεχωριστός, μεμονωμένος• ιδιαίτερος•

    частный случай μεμονωμένη περίπτωση.

    3. του τμήματος ή συνοικίας πόλης•

    частный дом παλ. το κτίριο του αστυνομικού τμήματος.

    4. -ое ουδ. ουσ. το μερικό•

    заключение от -ого к общему συμπέρασμα από το μερικό στο γενικό•

    заключение от общего к -у συμπέρασμα από το γενικό στο μερικό.

    5. ουσ. α. частный ο διοικητής του αστυνομικού τμήματος.
    εκφρ.
    - ое обвинение – ιδιωτική καταγγελία•
    частный поверенныйπαλ. ο δικηγόρος•
    частный приставβλ. 5 σημ.

    Большой русско-греческий словарь > частный

См. также в других словарях:

  • Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • επιχείρηση — Η οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα που είναι προσανατολισμένη στην παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών για την αγορά. Η ύπαρξη των ε. είναι χαρακτηριστικό των ανεπτυγμένων οικονομικών συστημάτων, στα οποία η παραγωγική δραστηριότητα δεν αποσκοπεί… …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»